- φαντάζομαι
- φαντάστηκα, φαντασμένος, και φανταγμένος1. μτβ., πλάθω κάτι με τη φαντασία μου, το αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου, το αναπολώ: Φαντάζομαι το περσινό ταξιδάκι μας.2. νομίζω ότι είμαι κάτι ή αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από το πραγματικό: Φαντάζεται τον εαυτό του εκατομμυριούχο.3. νομίζω, υποθέτω, μου φαίνεται ότι: Θα σου αρέσει, φαντάζομαι.4. αμτβ., ξιπάζομαι, καυχιέμαι, κομπάζω.5. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., φαντασμένος, -η, -ο: Φαντασμένος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.